- ἡμιρρόμβιον
- ἡμι-ρρόμβιον, τό,=A
ἡμίτομος 11.2b
, Heliod. ap. Orib.48.20.13, Gal. 18(1).797,838.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡμίτομος 11.2b
, Heliod. ap. Orib.48.20.13, Gal. 18(1).797,838.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡμιρρόμβιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιρρομβίου — ἡμιρρόμβιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίτομος — η, ο (AM ἡμίτομος, ον) νεοελλ. (για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου αρχ. 1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον* 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιρρόμβιο — το (Α ἡμιρρόμβιον) νεοελλ. ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου* τού ανεμολογίου τής ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο τής περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο αρχ. είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * +… … Dictionary of Greek